Δείτε επίσης: Κροκάλη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κροκᾰλ-
ονομαστική κροκάλη αἱ κροκάλαι
      γενική τῆς κροκάλης τῶν κροκαλῶν
      δοτική τῇ κροκάλ ταῖς κροκάλαις
    αιτιατική τὴν κροκάλην τὰς κροκάλᾱς
     κλητική ! κροκάλη κροκάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κροκάλ
γεν-δοτ τοῖν  κροκάλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροκάλη, -ης θηλυκό

  • κροκάλα, βότσαλο
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 210 (206-211)
    τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῖν | λαιψηροδρόμον Ἀχιλῆα, | τὸν ἁ Θέτις τέκε καὶ Χείρων | ἐξεπόνησεν, εἶδον | αἰγιαλοῖς παρά τε κροκάλαις | δρόμον ἔχοντα σὺν ὅπλοις·
    Και τον Αχιλλέα το φτεροπόδη, | που στο τρέξιμο με ανέμους παραβγαίνει, | γιο της Θέτης | και που ο Χείρωνας τον έχει αναθρεμμένον, | στο γιαλό κοντά στα βότσαλα τον είδα | βαριαρμάτωτος να τρέχει·
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr
      3ος/2ος πκε αιώνας, Ευφορίων ο Χαλκιδεύς στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 7ο, επίγραμμα 651, @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
    οὐχ ὁ τρηχὺς ἔλαιος ἐπ᾽ ὀστέα κεῖνα καλύπτει,
    οὐδ᾽ ἡ κυάνεον γράμμα λαλοῦσα πέτρη:
    ἀλλὰ τὰ μὲν Δολίχης τε καὶ αἰπεινῆς Δρακάνοιο
    Ἰκάριον ῥήσσει κῦμα περὶ κροκάλαις:
    ἀντὶ δ᾽ ἐγὼ ξενίης Πολυμήδεος ἡ κενεὴ χθὼν
    ὠγκώθην Δρυόπων διψάσιν ἐν βοτάναις.
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά

επεξεργασία