κροκάλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κροκάλα | οι | κροκάλες |
γενική | της | κροκάλας | των | κροκαλών |
αιτιατική | την | κροκάλα | τις | κροκάλες |
κλητική | κροκάλα | κροκάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κροκάλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κροκάλη (αρχαία σημασία: ακτή) < κρόκη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κροκάλα θηλυκό
- πέτρα με στρογγυλεμένες άκρες που βρίσκεται συνήθως σε ποτάμια, λίμνες ή παραθαλάσσιες περιοχές
- πελεκημένη πέτρα πρισματικού σχήματος με επίπεδη άνω επιφάνεια που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του καταστρώματος δρόμων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κροκάλα