κρόκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρόκη | οι | κρόκες |
γενική | της | κρόκης | των | κροκών |
αιτιατική | την | κρόκη | τις | κρόκες |
κλητική | κρόκη | κρόκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρόκη < αρχαία ελληνική κρόκη < κρέκω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρόκη θηλυκό
- το υφάδι, το νήμα που περνάει από το στημόνι ενός αργαλειού μαζί με τη σαΐτα
- κλωστή ή ύφασμα σε κόκκινο ή λευκό χρώμα που έδεναν στο χέρι ή το πόδι οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια
Συγγενικά
επεξεργασία- κροκίδα, κροκύδα
- κροκιδισμός, κροκυδισμός (ιατρική)
- κροκίδωση, κροκύδωση (χημεία)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρόκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρόκη | αἱ | κρόκαι |
γενική | τῆς | κρόκης | τῶν | κροκῶν |
δοτική | τῇ | κρόκῃ | ταῖς | κρόκαις |
αιτιατική | τὴν | κρόκην | τὰς | κρόκᾱς |
κλητική ὦ! | κρόκη | κρόκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρόκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρόκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία
- κρόκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρόκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.