Δείτε επίσης: Αμαρύνθιος, αμαρύνθιος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀμαρύνθιος Ἀμαρυνθί τὸ Ἀμαρύνθιον
      γενική τοῦ Ἀμαρυνθίου τῆς Ἀμαρυνθίᾱς τοῦ Ἀμαρυνθίου
      δοτική τῷ Ἀμαρυνθί τῇ Ἀμαρυνθί τῷ Ἀμαρυνθί
    αιτιατική τὸν Ἀμαρύνθιον τὴν Ἀμαρυνθίᾱν τὸ Ἀμαρύνθιον
     κλητική ! Ἀμαρύνθιε Ἀμαρυνθί Ἀμαρύνθιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀμαρύνθιοι αἱ Ἀμαρύνθιαι τὰ Ἀμαρύνθι
      γενική τῶν Ἀμαρυνθίων τῶν Ἀμαρυνθίων τῶν Ἀμαρυνθίων
      δοτική τοῖς Ἀμαρυνθίοις ταῖς Ἀμαρυνθίαις τοῖς Ἀμαρυνθίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀμαρυνθίους τὰς Ἀμαρυνθίᾱς τὰ Ἀμαρύνθι
     κλητική ! Ἀμαρύνθιοι Ἀμαρύνθιαι Ἀμαρύνθι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀμαρυνθίω τὼ Ἀμαρυνθί τὼ Ἀμαρυνθίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἀμαρυνθίοιν τοῖν Ἀμαρυνθίαιν τοῖν Ἀμαρυνθίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμαρύνθιος < Ἀμάρυνθ(ος) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἀμαρύνθιος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία