Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀναπίνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀναπίνω
<
ἀνά
+
αρχαία ελληνική
πίνω
Ρήμα
επεξεργασία
ἀναπίνω
(
παθητική φωνή
:
ἀναπίνομαι
)
(
ελληνιστική κοινή
)
πίνω
(
ελληνιστική κοινή
)
απορροφώ
(
εκ νέου
,
ξανά
)