Δείτε επίσης: Αιγόκερως, αιγόκερος

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰγόκερως < αἰγό- + -κερως. Μορφολογικά αναλύεται σε αἴξ + κέρας

  Επίθετο

επεξεργασία

αἰγόκερως, -ως, -ων (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰγόκερως, -ου (ελληνιστική κοινή)

  1. (αστρονομία, αστρολογία) ο Αιγόκερως στον Ζωδιακό κύκλο
    ※  3ος πκε αιώνας Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 6.1.246, @scaife.perseus
    Σκορπίος, Αἰγόκερως καὶ Καρκίνος ἠδʼἄῤ οἱ Ἰχοῦς
  2. (φυτό) είδος φυτού
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
    λαδώνιδος δὲ, ὅτι τῆς δάφνης λέγει, οὐκ ἂν οἶμαί τινα διαπορῆσαι, καλλικέρως δὲ τῆς τήλεως δοκεῖ μοι λέγειν. ὀνομάζεται δὲ παρ’ ἡμῖν ἐν Ἀσίᾳ τοῦτο τὸ φυτὸν αἰγόκερως.
     συνώνυμα: αἰγόκερας, τῆλις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία