αἰγόκερως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααἰγόκερως, -ως, -ων (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααἰγόκερως, -ου (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία, αστρολογία) ο Αιγόκερως στον Ζωδιακό κύκλο
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 6.1.246, @scaife.perseus
- Σκορπίος, Αἰγόκερως καὶ Καρκίνος ἠδʼἄῤ οἱ Ἰχοῦς
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Μανέθων, Αποτελεσματικά, (ψευδεπίγραφο), 6.1.246, @scaife.perseus
- (φυτό) είδος φυτού
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
- λαδώνιδος δὲ, ὅτι τῆς δάφνης λέγει, οὐκ ἂν οἶμαί τινα διαπορῆσαι, καλλικέρως δὲ τῆς τήλεως δοκεῖ μοι λέγειν. ὀνομάζεται δὲ παρ’ ἡμῖν ἐν Ἀσίᾳ τοῦτο τὸ φυτὸν αἰγόκερως.
- ≈ συνώνυμα: αἰγόκερας, τῆλις
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 1.2, p.12.426 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰγόκερως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰγόκερως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.