αιγόκερος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αιγόκερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Aἰγόκερως με μετάπλαση σε -ος για να προσαρμοστεί στην δημοτική, ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική Capricorne ή αγγλική Capricorn)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈɣo.ce.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐γό‐κε‐ρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αιγόκερος αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αιγόκερος
→ δείτε τη λέξη Αιγόκερως |