ἀναβίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ἀναβῐωσι-, ἀναβῐωσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | ἀναβίωσῐς | αἱ | ἀναβιώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀναβιώσεως | τῶν | ἀναβιώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀναβιώσει | ταῖς | ἀναβιώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀναβίωσῐν | τὰς | ἀναβιώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀναβίωσῐ | ἀναβιώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναβιώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναβιωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀναβίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀναβιόω / ἀναβιῶ + -σις (-ωσις) < ἀνα- + βιόω < βίος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀναβίωσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἀνά και βίος
Πηγές
επεξεργασία- ἀναβίωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναβίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.