ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀναβῐωσι-, ἀναβῐωσε-
ονομαστική ἀναβίωσῐς αἱ ἀναβιώσεις
      γενική τῆς ἀναβιώσεως τῶν ἀναβιώσεων
      δοτική τῇ ἀναβιώσει ταῖς ἀναβιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀναβίωσῐν τὰς ἀναβιώσεις
     κλητική ! ἀναβίωσῐ ἀναβιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀναβιώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀναβιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναβίωσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ἀνά και βίος