ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἴδεψος
      γενική τοῦ Αἰδέψου
      δοτική τῷ Αἰδέψ
    αιτιατική τὸν Αἴδεψον
     κλητική ! Αἴδεψε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἴδεψος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἴδεψος αρσενικό, μόνο στον ενικό