Αἰδηψός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Αἰδηψός | ||
γενική | τῆς | Αἰδηψοῦ | ||
δοτική | τῇ | Αἰδηψῷ | ||
αιτιατική | τὴν | Αἰδηψόν | ||
κλητική ὦ! | Αἰδηψέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αἰδηψός < προελληνική < άγνωστης ετυμολογίας [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑἰδηψός θηλυκό, μόνο στον ενικό
- πόλη της Εύβοιας, η σημερινή Αιδηψός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 2, 366a.12
- τι δὲ περὶ τόπους τοιούτους οἱ ἰσχυρότατοι γίγνονται τῶν σεισμῶν, ὅπου θάλαττα ῥοώδης ἢ ἡ χώρα σομφὴ καὶ ὕπαντρος· διὸ καὶ περὶ Ἑλλήσποντον καὶ περὶ Ἀχαΐαν καὶ Σικελίαν, καὶ τῆς Εὐβοίας περὶ τούτους τοὺς τόπους· δοκεῖ γὰρ διαυλωνίζειν ὑπὸ τὴν γῆν ἡ θάλαττα· διὸ καὶ τὰ θερμὰ τὰ περὶ Αἰδηψὸν ἀπὸ τοιαύτης αἰτίας γέγονε
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 2, 366a.12
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Αιδηψός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- Αἰδηψός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.