ἀβουλῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀβουλῶν (ελληνιστική κοινή): μετοχή για την αρχαία ελληνική ἀβουλῶ → δείτε τη λέξη ἀβουλέω
Μετοχή
επεξεργασίαἀβουλῶν, -οῦσα, -οῦν (ελληνιστική κοινή)
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀβουλῶ