ἀβουλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀβουλέω < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) παρασύνθετος από τη λέξη ἄβουλος + jω (το άβουλος από το α στερητικό + το βουλή (= σκέψη, απόφαση)
Ρήμα
επεξεργασίαἀβουλέω
- (+ απαρέμφατο) δε θέλω, δεν έχω τη βούληση, δεν επιθυμώ να, είμαι απρόθυμος να
- ...τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν μηδ᾽ ἐπιθυμεῖν οὐκ εἰς τὸ ἀπωθεῖν καὶ ἀπελαύνειν ἀπ᾽ αὐτῆς καὶ εἰς ἅπαντα τἀναντία ἐκείνοις θήσομεν; (Πλάτωνα, Πολιτεία, Βιβλιο Δ, 437c)
- όμως τι πρέπει να θεωρήσουμε) για το να μην έχει κάποιος τη βούληση και τη θέληση ούτε και την επιθυμία, δεν πρέπει κι αυτά να τα εντάξουμε στην απόρριψη (της ψυχής) και στην απώθηση και, γενικά, σε όλα τα αντίθετα (προς τα προηγούμενα)
- ...τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν μηδ᾽ ἐπιθυμεῖν οὐκ εἰς τὸ ἀπωθεῖν καὶ ἀπελαύνειν ἀπ᾽ αὐτῆς καὶ εἰς ἅπαντα τἀναντία ἐκείνοις θήσομεν; (Πλάτωνα, Πολιτεία, Βιβλιο Δ, 437c)
- (+ αιτιατική) εναντιώνομαι σε κάτι, το αποδοκιμάζω, δεν το εγκρίνω, το απορρίπτω, δε διατίθεμαι
- ἐνδείξηται δὲ πᾶσιν ῥᾳδίως ὡς ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- και απεναντίας δείξει προς όλους ότι δεν είναι διατεθειμένος να (με βοηθήσει να) αποπλεύσω εύκολα/ εναντιώνεται στο να με διευκολύνει/αρνείται να με βοηθήσει
- ἐνδείξηται δὲ πᾶσιν ῥᾳδίως ὡς ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
- δόκιμος θεωρείται κυρίως ο ενεστώτας και μερικές μετοχές όπως ἀβουλήσας, ἀβουλῶν ενώ πολλοί παθητικοί τύποι (π.χ. ἠβουλήθη) που αποδίδονται στο ἀβουλέω είναι ως επι το πλείστον, ειδικά από τα χρόνια του Χριστού και μετά, παραφθαρμένοι τύποι του βούλομαι)
Πηγές
επεξεργασία- ἀβουλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβουλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.