ἄβουλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄβουλος, -ος, -ον
- απερίσκεπτος, ασύνετος'
- πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη, καὶ ἔτι πλείω καλῶς δοκοῦντα βουλευθῆναι ἐς τοὐναντίον αἰσχρῶς περιέστη : Καθόσον πολλαί επιχειρήσεις που κακώς εσχεδιάσθησαν επέτυχαν, διότι ευρήκαν αντιμετώπους εχθρούς ακόμη ανοητοτέρους, και ακόμη περισσότεραι, αι οποίαι εφαίνοντο καλώς μελετημέναι, απέληξαν τουναντίον εις οικτράν αποτυχίαν. (Θουκυδίδης, Πελοπ. Πόλεμος, βιβλίο α΄, 120,5, απόδοση Ελευθερίου Βενιζέλου)
- κακόβουλος
- μη πρόθυμος, έντονα μη διατεθειμένος να κάνει κάτι