Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβούλητος < α στερητικό και βούλομαι

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβούλητος, -ος, -ον

  1. ακούσιος, αθέλητος
    ἀβούλητος καρδίας κίνησις/ ἔκκρισις
    ὧν πέρι δεῖ προελόμενον τὸ βούλητόν τε καὶ ἑκούσιον ἀβούλητόν τε καὶ ἀκούσιον
  2. δυσάρεστος, που δεν τον θέλουν
    τὰ ἀβούλητα : που δεν τα θέλει κανείς