ἀβούλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀβούλητος, -ος, -ον
- ακούσιος, αθέλητος
- ἀβούλητος καρδίας κίνησις/ ἔκκρισις
- ὧν πέρι δεῖ προελόμενον τὸ βούλητόν τε καὶ ἑκούσιον ἀβούλητόν τε καὶ ἀκούσιον
- δυσάρεστος, που δεν τον θέλουν
- τὰ ἀβούλητα : που δεν τα θέλει κανείς