Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κατορθόω < κατά + ὀρθόω

  ΡήμαΕπεξεργασία

κατορθόω

  1. στήνω κάτι όρθιο
  2. ανεγείρω
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι σωστά, το φέρνω στο σωστό δρόμο, επαναφέρω στην ορθή κατεύθυνση
  4. επιτυγχάνω
  5. νικώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία