Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀβουλήσας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀβουλήσᾱ
ς
ἡ
ἀβουλήσᾱσ
ᾰ
τὸ
ἀβουλῆσᾰν
γενική
τοῦ
ἀβουλήσᾰντ
ος
τῆς
ἀβουλησᾱ́σ
ης
τοῦ
ἀβουλήσᾰντ
ος
δοτική
τῷ
ἀβουλήσᾰντ
ῐ
τῇ
ἀβουλησᾱ́σ
ῃ
τῷ
ἀβουλήσᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀβουλήσᾰντ
ᾰ
τὴν
ἀβουλήσᾱσ
ᾰν
τὸ
ἀβουλῆσᾰν
κλητική
ὦ
!
ἀβουλήσᾱ
ς
ἀβουλήσᾱσ
ᾰ
ἀβουλῆσᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀβουλήσᾰντ
ες
αἱ
ἀβουλήσᾱσ
αι
τὰ
ἀβουλήσᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀβουλησᾰ́ντ
ων
τῶν
ἀβουλησᾱσ
ῶν
τῶν
ἀβουλησᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
ἀβουλήσᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀβουλησᾱ́σ
αις
τοῖς
ἀβουλήσᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀβουλήσᾰντ
ᾰς
τὰς
ἀβουλησᾱ́σ
ᾱς
τὰ
ἀβουλήσᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀβουλήσᾰντ
ες
ἀβουλήσᾱσ
αι
ἀβουλήσᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀβουλήσᾰντ
ε
τὼ
ἀβουλησᾱ́σ
ᾱ
τὼ
ἀβουλήσᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀβουλήσᾰ́ντ
οιν
τοῖν
ἀβουλησᾱ́σ
αιν
τοῖν
ἀβουλησᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀβουλήσας, -ασα, -αν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
του ρήματος
ἀβουλέω, ἀβουλῶ