γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀβουλήσᾱς ἀβουλήσᾱσ τὸ ἀβουλῆσᾰν
      γενική τοῦ ἀβουλήσᾰντος τῆς ἀβουλησᾱ́σης τοῦ ἀβουλήσᾰντος
      δοτική τῷ ἀβουλήσᾰντ τῇ ἀβουλησᾱ́σ τῷ ἀβουλήσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀβουλήσᾰντ τὴν ἀβουλήσᾱσᾰν τὸ ἀβουλῆσᾰν
     κλητική ! ἀβουλήσᾱς ἀβουλήσᾱσ ἀβουλῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀβουλήσᾰντες αἱ ἀβουλήσᾱσαι τὰ ἀβουλήσᾰντ
      γενική τῶν ἀβουλησᾰ́ντων τῶν ἀβουλησᾱσῶν τῶν ἀβουλησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀβουλήσᾱσῐ(ν) ταῖς ἀβουλησᾱ́σαις τοῖς ἀβουλήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀβουλήσᾰντᾰς τὰς ἀβουλησᾱ́σᾱς τὰ ἀβουλήσᾰντ
     κλητική ! ἀβουλήσᾰντες ἀβουλήσᾱσαι ἀβουλήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβουλήσᾰντε τὼ ἀβουλησᾱ́σ τὼ ἀβουλήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀβουλήσᾰ́ντοιν τοῖν ἀβουλησᾱ́σαιν τοῖν ἀβουλησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀβουλήσας, -ασα, -αν