→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄκομος τὸ ἄκομον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκόμου τοῦ ἀκόμου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκόμ τῷ ἀκόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄκομον τὸ ἄκομον
     κλητική ! ἄκομε ἄκομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄκομοι τὰ ἄκομ
      γενική τῶν ἀκόμων τῶν ἀκόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκόμοις τοῖς ἀκόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκόμους τὰ ἄκομ
     κλητική ! ἄκομοι ἄκομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκόμω τὼ ἀκόμω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκόμοιν τοῖν ἀκόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄκομος < ἄ- στερητικό + κόμη

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄκομος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. (για ανθρώπους) φαλακρός
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα, 1.23 @scaife.perseus
    Καλὸς δὲ νομίζεται παῤ αὐτοῖς ἤν πού τις φαλακρὸς καὶ ἄκομος ᾖ, τοὺς δὲ κομήτας καὶ μυσάττονται.
  2. (για δέντρα) που δεν έχει φύλλα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κόμη