ἄκομος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄκομος | τὸ | ἄκομον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκόμου | τοῦ | ἀκόμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκόμῳ | τῷ | ἀκόμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄκομον | τὸ | ἄκομον | ||
κλητική ὦ! | ἄκομε | ἄκομον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄκομοι | τὰ | ἄκομᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀκόμων | τῶν | ἀκόμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκόμοις | τοῖς | ἀκόμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκόμους | τὰ | ἄκομᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄκομοι | ἄκομᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκόμω | τὼ | ἀκόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκόμοιν | τοῖν | ἀκόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄκομος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- (για ανθρώπους) φαλακρός
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα, 1.23 @scaife.perseus
- Καλὸς δὲ νομίζεται παῤ αὐτοῖς ἤν πού τις φαλακρὸς καὶ ἄκομος ᾖ, τοὺς δὲ κομήτας καὶ μυσάττονται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, Ἀληθὴς Ἱστορία ἢ Ἀληθὴ διηγήματα, 1.23 @scaife.perseus
- (για δέντρα) που δεν έχει φύλλα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόμη
Πηγές
επεξεργασία- ἄκομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.