Ἀβρινάται
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Ἀβρινάται |
γενική | τῶν | Ἀβρινατῶν |
δοτική | τοῖς | Ἀβρινάταις |
αιτιατική | τοὺς | Ἀβρινάτᾱς |
κλητική ὦ! | Ἀβρινάται | |
δυϊκός | ||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀβρινάτᾱ |
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀβρινάταιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀβρινάται < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈβρινάται αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- (εθνικό όνομα) ονομασία αρχαίου λαού του Πόντου, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος
Πηγές
επεξεργασία- Ἀβρινάται - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.