ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄθλησῐς αἱ ἀθλήσεις
      γενική τῆς ἀθλήσεως τῶν ἀθλήσεων
      δοτική τῇ ἀθλήσει ταῖς ἀθλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄθλησῐν τὰς ἀθλήσεις
     κλητική ! ἄθλησῐ ἀθλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθλήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀθλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄθλησις < ἀθλέω ἀθλη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄθλησις θηλυκό