• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ἀθλέω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Άλλες μορφές

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθλέω < ἆθλος + -jω

Ρήμα

επεξεργασία

ἀθλέω - ἀθλῶ (συνηρημένο)

  1. αγωνίζομαι, παλεύω
  2. κοπιάζω
  3. κατορθώνω
  4. (μεταγενέστερο) είμαι αθλητής


Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἄθλημα
  • ἀθλητής
  • ἄθλησις

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἀθλεύω
  • επικός τύπος : ἀεθλεύω
  • ιωνικός τύπος : ἀεθλεύω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἀθλέω&oldid=5257222"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:48

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • 日本語
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 21:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας