ἀθλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀθλέω < ἆθλος + -jω
Ρήμα
επεξεργασία
ἀθλέω - ἀθλῶ (συνηρημένο)
- αγωνίζομαι, παλεύω
- κοπιάζω
- κατορθώνω
- (μεταγενέστερο) είμαι αθλητής
ἀθλέω - ἀθλῶ (συνηρημένο)