χόβολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χόβολη | οι | χόβολες |
γενική | της | χόβολης | των | χόβολων |
αιτιατική | τη | χόβολη | τις | χόβολες |
κλητική | χόβολη | χόβολες | ||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χόβολη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχόβολη θηλυκό