ενικός         πληθυντικός  
ember embers

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ember (en) (συνήθως πληθυντικός)

  • η χόβολη, το πυρωμένο κάρβουνο, όχι φλεγόμενο
      He’s roasting chestnuts/warming his hands on the embers.
    Ψήνει κάστανα/ζεσταίνει τα χέρια του στη χόβολη.