Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυρωμέν
ος
η
πυρωμέν
η
το
πυρωμέν
ο
γενική
του
πυρωμέν
ου
της
πυρωμέν
ης
του
πυρωμέν
ου
αιτιατική
τον
πυρωμέν
ο
την
πυρωμέν
η
το
πυρωμέν
ο
κλητική
πυρωμέν
ε
πυρωμέν
η
πυρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυρωμέν
οι
οι
πυρωμέν
ες
τα
πυρωμέν
α
γενική
των
πυρωμέν
ων
των
πυρωμέν
ων
των
πυρωμέν
ων
αιτιατική
τους
πυρωμέν
ους
τις
πυρωμέν
ες
τα
πυρωμέν
α
κλητική
πυρωμέν
οι
πυρωμέν
ες
πυρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πυρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
πυρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πυρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυρωμένος