πυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πυρώνω < αρχαία ελληνική πυρ(ῶ) / πυρ(όω + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπυρώνω, αόρ.: πύρωσα, παθ.φωνή: πυρώνομαι, π.αόρ.: πυρώθηκα, μτχ.π.π.: πυρωμένος
- (μεταβατικό) θερμαίνω πολύ, ζεσταίνω κάτι, πυρακτώνω
- (αμετάβατο) γίνομαι πολύ θερμός, εκπέμπω μεγάλη θερμότητα
- ⮡ πυρώνει η άσφαλτος το καλοκαίρι
- (λογοτεχνικό, για έντονα συναισθήματα) επιθυμώ έντονα, έχω πάθος για κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πυρ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυρώνω | πύρωνα | θα πυρώνω | να πυρώνω | πυρώνοντας | |
β' ενικ. | πυρώνεις | πύρωνες | θα πυρώνεις | να πυρώνεις | πύρωνε | |
γ' ενικ. | πυρώνει | πύρωνε | θα πυρώνει | να πυρώνει | ||
α' πληθ. | πυρώνουμε | πυρώναμε | θα πυρώνουμε | να πυρώνουμε | ||
β' πληθ. | πυρώνετε | πυρώνατε | θα πυρώνετε | να πυρώνετε | πυρώνετε | |
γ' πληθ. | πυρώνουν(ε) | πύρωναν πυρώναν(ε) |
θα πυρώνουν(ε) | να πυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πύρωσα | θα πυρώσω | να πυρώσω | πυρώσει | ||
β' ενικ. | πύρωσες | θα πυρώσεις | να πυρώσεις | πύρωσε | ||
γ' ενικ. | πύρωσε | θα πυρώσει | να πυρώσει | |||
α' πληθ. | πυρώσαμε | θα πυρώσουμε | να πυρώσουμε | |||
β' πληθ. | πυρώσατε | θα πυρώσετε | να πυρώσετε | πυρώστε | ||
γ' πληθ. | πύρωσαν πυρώσαν(ε) |
θα πυρώσουν(ε) | να πυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πυρώσει | είχα πυρώσει | θα έχω πυρώσει | να έχω πυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πυρώσει | είχες πυρώσει | θα έχεις πυρώσει | να έχεις πυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πυρώσει | είχε πυρώσει | θα έχει πυρώσει | να έχει πυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πυρώσει | είχαμε πυρώσει | θα έχουμε πυρώσει | να έχουμε πυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πυρώσει | είχατε πυρώσει | θα έχετε πυρώσει | να έχετε πυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πυρώσει | είχαν πυρώσει | θα έχουν πυρώσει | να έχουν πυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυρώνομαι | πυρωνόμουν(α) | θα πυρώνομαι | να πυρώνομαι | ||
β' ενικ. | πυρώνεσαι | πυρωνόσουν(α) | θα πυρώνεσαι | να πυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | πυρώνεται | πυρωνόταν(ε) | θα πυρώνεται | να πυρώνεται | ||
α' πληθ. | πυρωνόμαστε | πυρωνόμαστε πυρωνόμασταν |
θα πυρωνόμαστε | να πυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πυρώνεστε | πυρωνόσαστε πυρωνόσασταν |
θα πυρώνεστε | να πυρώνεστε | (πυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | πυρώνονται | πυρώνονταν πυρωνόντουσαν |
θα πυρώνονται | να πυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυρώθηκα | θα πυρωθώ | να πυρωθώ | πυρωθεί | ||
β' ενικ. | πυρώθηκες | θα πυρωθείς | να πυρωθείς | πυρώσου | ||
γ' ενικ. | πυρώθηκε | θα πυρωθεί | να πυρωθεί | |||
α' πληθ. | πυρωθήκαμε | θα πυρωθούμε | να πυρωθούμε | |||
β' πληθ. | πυρωθήκατε | θα πυρωθείτε | να πυρωθείτε | πυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | πυρώθηκαν πυρωθήκαν(ε) |
θα πυρωθούν(ε) | να πυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πυρωθεί | είχα πυρωθεί | θα έχω πυρωθεί | να έχω πυρωθεί | πυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πυρωθεί | είχες πυρωθεί | θα έχεις πυρωθεί | να έχεις πυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πυρωθεί | είχε πυρωθεί | θα έχει πυρωθεί | να έχει πυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πυρωθεί | είχαμε πυρωθεί | θα έχουμε πυρωθεί | να έχουμε πυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πυρωθεί | είχατε πυρωθεί | θα έχετε πυρωθεί | να έχετε πυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πυρωθεί | είχαν πυρωθεί | θα έχουν πυρωθεί | να έχουν πυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι πυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πυρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πυρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας