Ετυμολογία

επεξεργασία

πυρώνω, αόρ.: πύρωσα, παθ.φωνή: πυρώνομαι, π.αόρ.: πυρώθηκα, μτχ.π.π.: πυρωμένος

  1. (μεταβατικό) θερμαίνω πολύ, ζεσταίνω κάτι, πυρακτώνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πολύ θερμός, εκπέμπω μεγάλη θερμότητα
      πυρώνει η άσφαλτος το καλοκαίρι
  3. (λογοτεχνικό, για έντονα συναισθήματα) επιθυμώ έντονα, έχω πάθος για κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πυρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία