ενικός         πληθυντικός  
chaude chaudes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chaude (fr) θηλυκό

  1. βαθμός ψησίματος ορισμένων ουσιών (γυαλί, μέταλλο)
  2. (ιδιωματικό) πρόχειρη φωτιά για να ζεσταθούμε

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη chaud