loupiot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- loupiot < loup
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | loupiot | loupiots |
θηλυκό | loupiote | loupiotes |
loupiot (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη enfant
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | loupiot | loupiots |
θηλυκό | loupiote | loupiotes |
loupiot (fr)