merdeux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | merdeux | merdeux |
θηλυκό | merdeuse | merdeuses |
merdeux (fr)
- (χυδαίο) καλυμμένος με περιττώματα, χεσμένος
- (οικείο) τιποτένιος, άθλιος
- που αισθάνεται ανίκανος, άσχετος