χεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χεσμένος | η | χεσμένη | το | χεσμένο |
γενική | του | χεσμένου | της | χεσμένης | του | χεσμένου |
αιτιατική | τον | χεσμένο | τη | χεσμένη | το | χεσμένο |
κλητική | χεσμένε | χεσμένη | χεσμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χεσμένοι | οι | χεσμένες | τα | χεσμένα |
γενική | των | χεσμένων | των | χεσμένων | των | χεσμένων |
αιτιατική | τους | χεσμένους | τις | χεσμένες | τα | χεσμένα |
κλητική | χεσμένοι | χεσμένες | χεσμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χεσμένος < χέζω
Μετοχή
επεξεργασίαχεσμένος
- που έχει χεστεί, που βρομίστηκε με περιττώματα