Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

merdique < merde

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
merdique merdiques

merdique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία