Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) παιδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) θηλυκό

  1. κοπέλα, νεαρή

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
môme mômes

môme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. νέος, νεαρός