pitchoun
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pitchoun | pitchouns |
θηλυκό | pitchoune | pitchounes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
pitchoun (fr) αρσενικό
- (οικείο)
- παιδί
- (γενικότερα) κάποιος που προστατεύουμε
Παράγωγα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη enfant