Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lardon lardons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lardon (fr) αρσενικό



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

lardon (eo)