Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδικός η παιδική το παιδικό
      γενική του παιδικού της παιδικής του παιδικού
    αιτιατική τον παιδικό την παιδική το παιδικό
     κλητική παιδικέ παιδική παιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδικοί οι παιδικές τα παιδικά
      γενική των παιδικών των παιδικών των παιδικών
    αιτιατική τους παιδικούς τις παιδικές τα παιδικά
     κλητική παιδικοί παιδικές παιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδικός (για παιδί) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική infantile[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

παιδικός -ή -ό

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στο παιδί
    παιδικό παιχνίδι
  2. (μεταφορικά) αθώος, αγνός
    η Μαρία έχει παιδική ψυχή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παιδί

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδικός < (παῖς) παιδ- + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

παιδικός, -ή, -όν

  1. που αφορά ή αρμόζει σε παιδί
  2. παιγνιώδης

  Πηγές επεξεργασία