παιδικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παιδικός < αρχαία ελληνική παιδικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παιδικός -ή -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στο παιδί
- παιδικό παιχνίδι
- (μεταφορικά) αθώος, αγνός
- η Μαρία έχει παιδική ψυχή
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παιδικός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
παιδικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παιδικός
- που αφορά ή αναφέρεται σε παιδί