παιδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παιδικός | η | παιδική | το | παιδικό |
γενική | του | παιδικού | της | παιδικής | του | παιδικού |
αιτιατική | τον | παιδικό | την | παιδική | το | παιδικό |
κλητική | παιδικέ | παιδική | παιδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παιδικοί | οι | παιδικές | τα | παιδικά |
γενική | των | παιδικών | των | παιδικών | των | παιδικών |
αιτιατική | τους | παιδικούς | τις | παιδικές | τα | παιδικά |
κλητική | παιδικοί | παιδικές | παιδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδικός (για παιδί) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική infantile[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παιδικός -ή -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στο παιδί
- ↪ παιδικό παιχνίδι
- (μεταφορικά) αθώος, αγνός
- ↪ η Μαρία έχει παιδική ψυχή
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παιδί
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παιδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
παιδικός < (παῖς) παιδ- + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
παιδικός, -ή, -όν
- που αφορά ή αρμόζει σε παιδί
- παιγνιώδης
Πηγές επεξεργασία
- παιδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.