Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδιάστικος η παιδιάστικη το παιδιάστικο
      γενική του παιδιάστικου της παιδιάστικης του παιδιάστικου
    αιτιατική τον παιδιάστικο την παιδιάστικη το παιδιάστικο
     κλητική παιδιάστικε παιδιάστικη παιδιάστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδιάστικοι οι παιδιάστικες τα παιδιάστικα
      γενική των παιδιάστικων των παιδιάστικων των παιδιάστικων
    αιτιατική τους παιδιάστικους τις παιδιάστικες τα παιδιάστικα
     κλητική παιδιάστικοι παιδιάστικες παιδιάστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδιάστικος < παιδί + -ιάστικος

  Επίθετο επεξεργασία

παιδιάστικος -η -ο

  1. που χαρακτηρίζει ένα παιδί, παιδικός
  2. (αποδοκιμαστικά) που ταιριάζει σε ένα παιδί, ανώριμος
    Άσε τα παιδιάστικα καμώματα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία