παιδιάστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαιδιάστικος -η -ο
- που χαρακτηρίζει ένα παιδί, παιδικός
- (αποδοκιμαστικά) που ταιριάζει σε ένα παιδί, ανώριμος
- Άσε τα παιδιάστικα καμώματα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παιδιάτικος (παρωχημένο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παιδιάστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας