Ετυμολογία

επεξεργασία

puéril < λατινική puerilis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɥe.ʁil/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
puéril puérils

puéril (fr)

  1. παιδικός
  2. παιδιάστικος