Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπεμπεδίστικος η μπεμπεδίστικη το μπεμπεδίστικο
      γενική του μπεμπεδίστικου της μπεμπεδίστικης του μπεμπεδίστικου
    αιτιατική τον μπεμπεδίστικο την μπεμπεδίστικη το μπεμπεδίστικο
     κλητική μπεμπεδίστικε μπεμπεδίστικη μπεμπεδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπεμπεδίστικοι οι μπεμπεδίστικες τα μπεμπεδίστικα
      γενική των μπεμπεδίστικων των μπεμπεδίστικων των μπεμπεδίστικων
    αιτιατική τους μπεμπεδίστικους τις μπεμπεδίστικες τα μπεμπεδίστικα
     κλητική μπεμπεδίστικοι μπεμπεδίστικες μπεμπεδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεμπεδίστικος < μπεμπέ (< γαλλική bébé), μπεμπεδ- + -ίστικος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μπεμπεδίστικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία