μπεμπεδίστικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεμπεδίστικα < μπεμπεδίστικος + -α < μπεμπέ < γαλλική bébé
Επίρρημα επεξεργασία
μπεμπεδίστικα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπεμπεδίστικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μπεμπεδίστικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπεμπεδίστικος