mignon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mignon | mignons |
θηλυκό | mignonne | mignonnes |
mignon (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mignon | mignons |
θηλυκό | mignonne | mignonnes |
mignon (fr)