pupo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pupo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pupo | pupoj |
αιτιατική | pupon | pupojn |
pupo (eo)
- η κούκλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pupo | pupoj |
αιτιατική | pupon | pupojn |
pupo (eo)