μαριονέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μαριονέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική marionetta ή από τη γαλλική marionnette + -α[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾ.ʝoˈne.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐ιο‐νέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαριονέτα θηλυκό
- ομοίωμα, συνήθως ανθρώπου, με κινητά μέλη, τα οποία κρέμονται από σπάγκο ή εύκαμπτο σύρμα, για να μπορεί κάποιος να τα κινεί, δίνοντας την εντύπωση ότι κινείται από μόνο του και χρησιμοποιείται στο κουκλοθέατρο
- (μεταφορικά, μειωτικό) άτομο το οποίο ενεργεί υπακούοντας σε άλλα άτομα και δεν χρησιμοποιεί τη δική του βούληση
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μαριονέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας