↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευρόσπαστο τα νευρόσπαστα
      γενική του νευρόσπαστου των νευρόσπαστων
    αιτιατική το νευρόσπαστο τα νευρόσπαστα
     κλητική νευρόσπαστο νευρόσπαστα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευρόσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νευρόσπαστον, ουδέτερο του νευρόσπαστος (που κινείται με χορδές, νευρές)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /neˈvɾo.spa.sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρό‐σπα‐στο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νευρόσπαστο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) η μαριονέτα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς δική του βούληση
    ※  Ἀγαπητὰ νευρόσπαστα, σᾶς κατευχαριστῶ, / σὲ καθεμιά μου προσταγὴ ἐσεῖς τὸ Ναί θὰ ’πῆτε· / τὴν παντοκρατορία μου σ’ ἐσᾶς τὴν χρεωστῶ, / καὶ τώρα σᾶς παρακαλῶ... νὰ μὲ ξεφορτωθῆτε. (Τρικούπης, στην εφημερίδα Ο Ρωμηός, τεύχος 1)
  3. (μεταφορικά) πολύ νευρικός και υπερκινητικός άνθρωπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία