υπερκινητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυπερκινητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) ασθενής που δεν μπορεί να καταστείλει την τάση του για κίνηση
- υπερδραστήριο άτομο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερκινητικός