hyperactif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pɛ.ʁak.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hyperactif | hyperactifs |
θηλυκό | hyperactive | hyperactives |
hyperactif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hyperactif | hyperactifs |
θηλυκό | hyperactive | hyperactives |
hyperactif (fr)