↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρόσπαστος η νευρόσπαστη το νευρόσπαστο
      γενική του νευρόσπαστου της νευρόσπαστης του νευρόσπαστου
    αιτιατική τον νευρόσπαστο τη νευρόσπαστη το νευρόσπαστο
     κλητική νευρόσπαστε νευρόσπαστη νευρόσπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρόσπαστοι οι νευρόσπαστες τα νευρόσπαστα
      γενική των νευρόσπαστων των νευρόσπαστων των νευρόσπαστων
    αιτιατική τους νευρόσπαστους τις νευρόσπαστες τα νευρόσπαστα
     κλητική νευρόσπαστοι νευρόσπαστες νευρόσπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευρόσπαστος < αρχαία ελληνική νευρόσπαστος

  Επίθετο

επεξεργασία

νευρόσπαστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με νευρόσπαστο ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά νευρικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία