marionnette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
marionnette | marionnettes |
marionnette (fr) θηλυκό
- το ανδρείκελο, η μαριονέτα, το νευρόσπαστο, το υποχείριο
ενικός | πληθυντικός |
marionnette | marionnettes |
marionnette (fr) θηλυκό