πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανδρείκελο τα ανδρείκελα
      γενική του ανδρείκελου
& ανδρεικέλου
των ανδρείκελων
& ανδρεικέλων
    αιτιατική το ανδρείκελο τα ανδρείκελα
     κλητική ανδρείκελο ανδρείκελα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανδρείκελο ουδέτερο

  1. ομοίωμα ανθρώπου
     συνώνυμα: μαριονέτα, ομοίωμα, κούκλα
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς θέληση, του οποίου η δραστηριότητα κατευθύνεται από κάποιον άλλο
      Ἀπὸ χαρτὶ πλασμένα κι ἀπὸ δισταγμὸ / ἀνδρείκελα, στῆς Μοίρας τὰ δυὸ τυφλὰ χέρια, / χορεύουμε, δεχόμαστε τὸν ἐμπαιγμὸ, / ἄτονα κοιτώντας, παθητικὰ, τἀστέρια. (Κώστας Καρυωτάκης, Ανδρείκελα, από την ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία