Ετυμολογία

επεξεργασία

guignol < guign(er) + -ol

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡi.ɲɔl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
guignol guignols

guignol (fr) αρσενικό