Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
stooge
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
stooge
<
ρωσική
студент
(
studént
)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
stuːd͡ʒ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
stooge
(en)
αυτός που με τη θέλησή του γίνεται
τυφλό
όργανο
κάποιου άλλου
βοηθός κωμικού