Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

stooge < ρωσική студент (studént)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stuːd͡ʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stooge (en)

  1. αυτός που με τη θέλησή του γίνεται τυφλό όργανο κάποιου άλλου
  2. βοηθός κωμικού