Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
stooge
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
stooge
(en)
αυτός που με τη θέλησή του γίνεται
τυφλό
όργανο
κάποιου άλλου
βοηθός κωμικού