εἴκελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εἴκελος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαεἴκελος, -η, -ον
- όμοιος, παρόμοιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 386 (384-386)
- ἦρχε δ᾽ ἄρα σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων, | δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ, | εἴκελον ἀστεροπῇ·
- εβάδιζ᾽ επικεφαλής ο Ποσειδών με ξίφος | τρομακτικό, μακρύτατο στην δυνατήν παλάμην, | ως αστραπήν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦρχε δ᾽ ἄρα σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων, | δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ, | εἴκελον ἀστεροπῇ·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 240 (239-240)
- αὐτὴ δ᾽ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον | ἕζετ᾽ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.
- Στο μεταξύ πετά ψηλά, στο μαυρισμένο απ᾽ τον καπνό δοκάρι | της στέγης του μεγάρου κάθησε, κι έμεινε εκεί, με χελιδόνι μοιάζοντας, να βλέπει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὴ δ᾽ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον | ἕζετ᾽ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 304 (303-306)
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν τρώγοντας.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 386 (384-386)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος και ιωνικός τύπος : ἴκελος
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εἴκελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἴκελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.