γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εἴκελος εἰκέλη τὸ εἴκελον
      γενική τοῦ εἰκέλου τῆς εἰκέλης τοῦ εἰκέλου
      δοτική τῷ εἰκέλ τῇ εἰκέλ τῷ εἰκέλ
    αιτιατική τὸν εἴκελον τὴν εἰκέλην τὸ εἴκελον
     κλητική ! εἴκελε εἰκέλη εἴκελον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἴκελοι αἱ εἴκελαι τὰ εἴκελ
      γενική τῶν εἰκέλων τῶν εἰκέλων τῶν εἰκέλων
      δοτική τοῖς εἰκέλοις ταῖς εἰκέλαις τοῖς εἰκέλοις
    αιτιατική τοὺς εἰκέλους τὰς εἰκέλᾱς τὰ εἴκελ
     κλητική ! εἴκελοι εἴκελαι εἴκελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰκέλω τὼ εἰκέλ τὼ εἰκέλω
      γεν-δοτ τοῖν εἰκέλοιν τοῖν εἰκέλαιν τοῖν εἰκέλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἴκελος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εἴκελος, -η, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία