ἴκελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἴκελος | ἡ | ἰκέλη | τὸ | ἴκελον |
γενική | τοῦ | ἰκέλου | τῆς | ἰκέλης | τοῦ | ἰκέλου |
δοτική | τῷ | ἰκέλῳ | τῇ | ἰκέλῃ | τῷ | ἰκέλῳ |
αιτιατική | τὸν | ἴκελον | τὴν | ἰκέλην | τὸ | ἴκελον |
κλητική ὦ! | ἴκελε | ἰκέλη | ἴκελον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἴκελοι | αἱ | ἴκελαι | τὰ | ἴκελᾰ |
γενική | τῶν | ἰκέλων | τῶν | ἰκέλων | τῶν | ἰκέλων |
δοτική | τοῖς | ἰκέλοις | ταῖς | ἰκέλαις | τοῖς | ἰκέλοις |
αιτιατική | τοὺς | ἰκέλους | τὰς | ἰκέλᾱς | τὰ | ἴκελᾰ |
κλητική ὦ! | ἴκελοι | ἴκελαι | ἴκελᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰκέλω | τὼ | ἰκέλᾱ | τὼ | ἰκέλω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἰκέλοιν | τοῖν | ἰκέλαιν | τοῖν | ἰκέλοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἴκελος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἴκελος, -η, -ον ποιητικός τύπος και ιωνικός τύπος του εἴκελος
- όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 478 (477-478)
- μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων, | ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,
- και ανάμεσα ο κραταιός Ατρείδης | στα μάτια και στην κεφαλήν αστραποφόρος Δίας
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μετὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων, | ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 54
- τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς.
- Όμοιος με γλάρο κι ο θεός Ερμής, φάνταζε καβαλάρης των αμέτρητων κυμάτων.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 392
- τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου.
- ίδια μ᾽ αυτόν κι ο γιος τού Δία πήδησε απ᾽ τ᾽ άρμα των αλόγων.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῷ ἴκελος Διὸς υἱὸς ἀφ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 572 (571-572)
- γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις | παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς·
- Γιατί από χώμα έπλασε ο ξακουστός Χωλός, | με εντολή του γιου του Κρόνου, ομοίωμα σεβαστής παρθένας.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις | παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 8.3
- λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι ἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα·
- Διηγούνται βέβαια γι᾽ αυτό τον άνθρωπο κι άλλα που μοιάζουν με παραμύθια, κάμποσα όμως είναι αληθινά·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι ἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 478 (477-478)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἴκελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴκελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.