Δείτε επίσης: Ἴκελος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἴκελος ἰκέλη τὸ ἴκελον
      γενική τοῦ ἰκέλου τῆς ἰκέλης τοῦ ἰκέλου
      δοτική τῷ ἰκέλ τῇ ἰκέλ τῷ ἰκέλ
    αιτιατική τὸν ἴκελον τὴν ἰκέλην τὸ ἴκελον
     κλητική ! ἴκελε ἰκέλη ἴκελον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἴκελοι αἱ ἴκελαι τὰ ἴκελ
      γενική τῶν ἰκέλων τῶν ἰκέλων τῶν ἰκέλων
      δοτική τοῖς ἰκέλοις ταῖς ἰκέλαις τοῖς ἰκέλοις
    αιτιατική τοὺς ἰκέλους τὰς ἰκέλᾱς τὰ ἴκελ
     κλητική ! ἴκελοι ἴκελαι ἴκελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰκέλω τὼ ἰκέλ τὼ ἰκέλω
      γεν-δοτ τοῖν ἰκέλοιν τοῖν ἰκέλαιν τοῖν ἰκέλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἴκελος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἴκελος, -η, -ον ποιητικός τύπος και ιωνικός τύπος του εἴκελος

Παράγωγα

επεξεργασία